ιτήριος

ιτήριος
ἰτήριος, -ον (Μ)
λέξη που πλάστηκε ως ετυμολογία τού ἐξιτήριος*, στο Μέγα Ετυμολογικόν τού 11ου αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατιτήριος — κατιτήριος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο («τὰ κατιτήρια» [ενν. «ιερά»] θυσίες για την κάθοδο). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιτήριος (< εἶμι), πρβλ. εισ ιτήριος, εξ ιτήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”